- κεφαλ(ο)-
- α' συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος)β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι)γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός (κεφαλαρχώ, κεφαλόσκαλο, κεφαλότοιχο).ΣΥΝΘ. κεφαλόδεσμος, κεφαλοειδήςαρχ.κεφαλαλγής, κεφαλαργία, κεφαλαργώ, κεφαληγερέτης, κεφαλοβαρής, κεφαλόβρωτος, κεφαλόδεσμον, κεφαλόθλαστος, κεφαλόκλαστα, κεφαλοκλάστης, κεφαλοκρούστης, κεφαλόμακτρον, κεφαλοποιητικός, κεφαλότους, κεφαλόρριζος, κεφαλοτόμος, κεφαλοτρύπανον, κεφαλουργός(αρχ. μσν.) κεφαλοδέσμιονμσν.κεφαλαρχώ, κεφαλοκιόνιον, κεφαλοκλάσιον, κεφαλοκλινώ(μσν. νεοελλ.) κεφαλόδεμα, κεφαλαιόλονο, κεφαλονιψία, κεφαλόπονοςνεοελλ.κεφαλάγκαθο, κεφαλαιμάτωμα, κεφαλάκανθος, κεφαλόβρυση, κεφαλόβρυσο, κεφαλογένεση, κεφαλογραβιέρα, κεφαλογράφος, κεφαλοδέτης, κεφαλόδους, κεφαλοδύναμος, κεφαλοθραύστης, κεφαλοθρύπτης, κεφαλοκλείδωμα, κεφαλόκλινο, κεφαλοκόβω, κεφαλομετρία, κεφαλόμετρο(ν), κεφαλοπάνι, κεφαλορθωτήρας, κεφαλορραχιαίος, κεφαλόσκαλο, κεφαλοσκοπιά, κεφαλότοιχο, κεφαλοτύρι, κεφαλοφόρος, κεφαλόχορτο, κεφαλοχώρι.
Dictionary of Greek. 2013.